σπινθηριστής

σπινθηριστής
Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την απόσταση των ηλεκτρόδιων. Ο σ. έχει πολλές εφαρμογές, όπως στη μέτρηση υψηλών ηλεκτρικών τάσεων, δια της μέτρησης της μέγιστης απόστασης των ηλεκτρόδιων μεταξύ των οποίων εκρήγνυται ο σπινθήρας, στη μέτρηση της αντοχής των διηλεκτρικών και σε πειράματα φυσικής. Παλιότερα χρησιμοποιούνταν στην ασύρματη τηλεγραφία για την παραγωγή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Η πιο διαδομένη εφαρμογή του σ. αφορά το σύστημα ανάφλεξης των κινητήρων εσωτερικής καύσης (αυτοκίνητο). Το σύστημα αυτό αποτελείται από τους αναφλεκτήρες (μπουζί), από το επαγωγικό πηνίο (πολλαπλασιαστής), από ένα διακόπτη με επαφές από λευκόχρυσο (πλατίνες) και από το διανομέα (distributeur). Ο διακόπτης, ο οποίος καθοδηγείται από ένα μικρό άξονα με έκκεντρο, έχει σκοπό να διακόπτει στην κατάλληλη στιγμή το ηλεκτρικό ρεύμα που παρέχεται από το συσσωρευτή και που κυκλοφορεί στο πρωτεύον του επαγωγικού πηνίου. Κάθε διακοπή του ρεύματος παράγει στη δευτερεύουσα περιέλιξη του πηνίου μια ηλεκτρεγερτική δύναμη υψηλής τάσης εξ επαγωγής (5000 - 10.000 V). Ο διανομέας σκοπό έχει να διοχετεύει την υψηλή τάση στους αναφλεκτήρες με καθορισμένη τάξη. Μεταξύ των ηλεκτρόδιων (ακίδες) των αναφλεκτήρων παράγεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ένας σπινθήρας, ο οποίος προκαλεί την ανάφλεξη του μείγματος της βενζίνης που έχει εισαχθεί στον κύλινδρο. Για να έχουμε από το δευτερεύον του πηνίου μια ηλεκτρεγερτική δύναμη υψηλής τάσης είναι απαραίτητο όπως η διακοπή του ρεύματος στο πρωτεύον γίνεται όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Για το σκοπό αυτό συνδέεται μεταξύ των επαφών του διακόπτη ένας κατάλληλος πυκνωτής που χρησιμεύει για την απόσβεση ενός ανεπιθύμητου σπινθήρα ο οποίος εμφανίζεται κατά τη διακοπή μεταξύ αυτών των επαφών και ο οποίος μπορεί να τις καταστρέψει. Επίσης, δεδομένου ότι το μείγμα βενζίνη - αέρας χρειάζεται έναν ορισμένο χρόνο (περίπου 1/350 του δευτερόλεπτου) για να συμπληρωθεί η καύση του, είναι αναγκαίο, για να έχουμε την καλύτερη απόδοση, όπως ο σπινθήρας ανάφλεξης εκραγεί πριν ακόμα το έμβολο φτάσει στο πάνω νεκρό σημείο (δηλαδή στο τέλος του χρόνου συμπίεσης). Αν η ταχύτητα περιστροφής του κινητήρα αυξάνει, πρέπει συνεπώς και ο σπινθήρας να εκραγεί νωρίτερα. Αυτό πετυχαίνεται με έναν αυτόματο μηχανισμό, που λέγεται «αβάνς» και που είναι προσαρμοσμένος άμεσα με το σύνολο διακόπτης - διανομέας.
* * *
και σπινθηριστήρας, ο, Ν
1. τεχνολ. ο αναφλεκτήρας μηχανής, κν. μπουζί
2. (ηλεκτρ.) συσκευή που έχει δύο αντιμέτωπα και κατάλληλα διαμορφωμένα ηλεκτρόδια, η απόσταση τών οποίων μπορεί να ρυθμιστεί, και χρησιμοποιείται σε ηλεκτρικές μετρήσεις και πειράματα, κυρίως όμως στη μέτρηση τής διηλεκτρικής αντοχής τών μονωτικών υλικών, περίπτωση στην οποία ονομάζεται και σπινθηρόμετρο
3. (ραδιοτεχνολ.) συσκευή που αποτελείται από δύο μεταλλικά ηλεκτρόδια μεταξύ τών οποίων αναπτύσσεται ηλεκτρικός σπινθήρας, συσκευή που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα ως κεραία στην ασύρματη τηλεγραφία
4. φρ. «σπινθηριστής έντασης»
(αεροδ.)
αναφλεκτήρας για την ένωση τού καύσιμου μέσα στον θάλαμο αεριωθητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθηρίζω, απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. eclateur (< ρ. eclater «αστράπτω, λάμπω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • μπουζί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 109 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγρινίου. * * * το άκλ. ο ηλεκτρικός αναφλεκτήρας τών μηχανών εσωτερικής καύσης, αλλ. σπινθηριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηριστήρας — ο, Ν βλ.σπινθηριστής …   Dictionary of Greek

  • σπινθηρόμετρο — το, Ν (ηλεκτρ.) συσκευή που χρησιμοποιείται στη μέτρηση τής διηλεκτρικής αντοχής τών μονωτικών υλικών, αλλ. σπινθηριστής …   Dictionary of Greek

  • κύκλωμα (ηλεκτρικό) — Σύνολο ενεργών (προσφέρουν ενέργεια) και παθητικών (καταναλώνουν ή αποθηκεύουν ενέργεια) στοιχείων, κατάλληλα συνδεδεμένων με αγωγούς, ικανό να διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα για την επιτέλεση ορισμένων σκοπών. Ενεργά στοιχεία ενός κ. είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • μπουζί — το (λ. γαλλ.), εξάρτημα του αυτοκινήτου, ο σπινθηριστής, ο ηλεκτρικός αναφλεκτήρας της μηχανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”